ἄπληστος

ἄπληστος
ἄπληστ-ος, ον,
A insatiate, greedy, Thgn.109, S.El.1336, Arist.HA591b2, etc.; sts. confounded with ἄπλαστος (i.e. ἄπλατος), q.v.
2 c. gen., ἄ. χρημάτων, αἵματος, Hdt.1.187, 212, Pl.Lg.773e, etc.;

κακῶν A.Eu. 976

(lyr.).
II Adv.

-τως, ἔχειν Pl.Grg.493c

, al.; ἀ. διακεῖσθαι or

ἔχειν πρός τι X.Cyr.4.1.14

, Isoc.5.135
,8.7: also neut. pl. as Adv.,

αἰάξας ἄπληστα CIG2240

([place name] Chios).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄπληστος — insatiate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπληστος — η, ο (AM ἄπληστος, ον) [πίμπλημι] ακόρεστος, αχόρταγος, πλεονέκτης …   Dictionary of Greek

  • άπληστος — η, ο επίρρ. α αχόρταγος, πλεονέχτης: Ήταν υπερβολικά άπληστος· όλα τα ήθελε δικά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄπληστος πίθος. — ἄπληστος πίθος. См. Бездонная бочка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀπληστότερον — ἄπληστος insatiate adverbial comp ἄπληστος insatiate masc acc comp sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληστοτέρων — ἄπληστος insatiate fem gen comp pl ἄπληστος insatiate masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληστότατα — ἄπληστος insatiate adverbial superl ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληστότατον — ἄπληστος insatiate masc acc superl sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλήστως — ἄπληστος insatiate adverbial ἄπληστος insatiate masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπληστον — ἄπληστος insatiate masc/fem acc sg ἄπληστος insatiate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπληστοτάτοις — ἄπληστος insatiate masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”